ΕΛΕΝΑ ΦΟΥΝΤΖΗΛΑ, MD, PhD
ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΟΓΚΟΛΟΓΟΣ
ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΟΓΚΟΛΟΓΟΣ
Παρουσίαση της HeCOG, των δεδομένων ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο και υποκείμενα αυτοάνοσα νοσήματαστο συνέδριο «Βιοεπιστήμες, Καινοτομία, Τεχνολογία και Καρκίνος: Από την Πρόληψη στη Θεραπεία»
Στο συνέδριο «Βιοεπιστήμες, Καινοτομία, Τεχνολογία και Καρκίνος: Από την Πρόληψη στη Θεραπεία» παρουσιάσαμε τα δεδομένα ελληνικής πρακτικής για ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μας απασχολεί όλους στην κλινική πράξη, για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο και κάποιο υποκείμενο αυτοάνοσο νόσημα.
Γνωρίζουμε πλέον ότι η ανοσοθεραπεία έχει οδηγήσει σε σημαντική αλλαγή του θεραπευτικού τοπίου του καρκίνου οδηγώντας σε σημαντική αύξηση της επιβίωσης επιλεγμένων ασθενών με καρκίνο. Μέσω του ιδιαίτερου τρόπου δράσης ουσιαστικά αίρει το φρένο που βάζει ο καρκίνος στο ανοσοποιητικό μας σύστημα με αποτέλεσμα να προσφέρει κλινικό όφελος σε ασθενείς με διάφορους τύπους καρκίνου αλλά ταυτόχρονα οδηγεί στην εμφάνιση σχετιζόμενων με το ανοσοποιητικό σύστημα ανεπιθύμητων ενεργειών.
Λόγω του ιδιαίτερου λοιπόν τρόπου δράσης της ανοσοθεραπείας και του ιδιαίτερου προφίλ τοξικότητας υπήρχε αρκετή σκέψη ως προς την χορήγηση αυτής της θεραπείας σε ασθενείς με υποκείμενα αυτοάνοσα νοσήματα. Καθώς οι ασθενείς αυτοί έχουν διεγερμένη ανοσιακή απόκριση πιθανώς με την ανοσοθεραπεία να παρουσιάσουν επιπλέον φλεγμονή οργάνων, αναζωπύρωση του αυτοάνοσου νοσήματος, εμφάνιση αυτοάνοσων ανεπιθύμητων ενεργειών. Αποτέλεσμα αυτών θα είναι η πιθανή διακοπή της θεραπείας και το μειωμένο θεραπευτικό όφελος. Παράλληλα, πολλοί ασθενείς με υποκείμενα αυτοάνοσα νοσήματα λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία, η οποία έχει προηγούμενα συσχετιστεί με μειωμένο θεραπευτικό όφελος και πτωχή επιβίωση.
Για τους λόγους αυτούς οι ασθενείς με προϋπάρχοντα αυτοάνοσα νοσήματα εξαιρούνταν μέχρι πρόσφατα από τις κλινικές μελέτες. Έτσι τα δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο και προϋπάρχοντα αυτοάνοσα νοσήματα στη βιβλιογραφία είναι λιγοστά.
Σχεδιάσαμε μία αναδρομική καταγραφή δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας χορήγησης ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο και προϋπάρχοντα αυτοάνοσα νοσήματα που έλαβαν θεραπεία σε κέντρα συνεργαζόμενα με τη HeCOG. Η μελέτη δημοσιεύτηκε πριν λίγους μήνες στο περιοδικό διεθνούς βεληνεκούς Cancer Immunology, Immunotherapy (impact Factor 7).
Συλλέξαμε δεδομένα από ασθενείς με διάφορους τύπους καρκίνου που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος και είχαν οποιοδήποτε αυτοάνοσο νόσημα. Επρόκειτο για αναδρομική καταγραφή των δεδομένων, σε ασθενείς με νεοπλάσματα αρχικού ή προχωρημένου σταδίου, οι οποίοι έλαβαν ανοσοθεραπεία από το 2014 έως τον Ιανουάριο του 2021 σε κλινικές της HeCOG.
Στη μελέτη καταγράφηκαν δεδομένα από 123 ασθενείς με καρκίνο και επρόκειτο για τη μεγαλύτερη δημοσιευμένη σειρά.
Δεν υπήρχε διαφορά στο ποσοστό παρενεργειών μεταξύ των διαφόρων ανοσοθεραπευτικών παραγόντων. Οι περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες, ενώ μόνο 10% των ασθενών είχαν σοβαρού βαθμού παρενέργειες. Από τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με κορτικοειδή συστηματικά για την αντιμετώπιση της ανεπιθύμητης ενέργειας, στους μισούς διαπιστώθηκε βελτίωση των συμπτωμάτων. Συνολικά η ανοσοθεραπεία διακόπηκε προσωρινά σε 14% των ασθενών, ενώ 9% διέκοψαν τη θεραπεία μόνιμα. Δε συσχετίστηκε το ποσοστό διακοπής της θεραπείας με κάποιον συγκεκριμένο τύπο ανοσοθεραπευτικού παράγοντα. Ενδιαφέρον παρουσίασε η συσχέτιση της εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με το ανοσοποιητικό σύστημα με μεγαλύτερο διάστημα ελεύθερου υποτροπής στους ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα. Επίσης ήταν σημαντική η συσχέτιση της χρήσης κορτικοστεροειδών αλλά όχι άλλων ανοσοτροποποιητικών παραγόντων και του διαστήματος ελεύθερου υποτροπής. Συγκεκριμένα ασθενείς που λάμβαναν κορτικοστεροειδή κατά την έναρξη της ανοσοθεραπείας είχαν μικρότερο διάστημα ελεύθερο υποτροπής, εύρημα που αφορούσε και το συνολικό πληθυσμό της μελέτης και τους ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα, το οποίο και διατηρήθηκε στην πολυπαραγοντική ανάλυση.
Συμπερασματικά, στη μελέτη μας οι σχετιζόμενες με το ανοσοποιητικό ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σε γενικές γραμμές διαχειρίσιμες. Ωστόσο καθώς σε κάποιους ασθενείς παρατηρήθηκαν σημαντικού βαθμού ανεπιθύμητες ενέργειες ή και αναζωπύρωση του αυτοάνοσου νοσήματος, κρίνεται απαραίτητο να ζυγίζει κανείς το πιθανό επιθυμητό όφελος με την πιθανή τοξικότητα σε κάθε ασθενή.
Καθώς ο αριθμός των ασθενών που θα λάβουν ανοσοθεραπεία διαρκώς αυξάνεται καθώς και οι ενδείξεις αυξάνονται, είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της χρήσης ανοσοθεραπευτικών παραγόντων και των συνδυασμών τους σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα. Στην κλινική πράξη θα πρέπει να λαμβάνουμε πολλούς παράγοντες υπόψη, όπως το προβλεπόμενο όφελος ανάλογα με τον τύπο του όγκου, τους μοριακούς δείκτες, το ανοσολογικό προφίλ του όγκου, τον κίνδυνο τοξικότητας, τον τύπο του αυτοάνοσου νοσήματος, τη διαθεσιμότητα άλλων δραστικών θεραπειών, και βέβαια και την επιθυμία του ασθενούς γιατί αυτός είναι που θα λάβει την τελική απόφαση. Επίσης θα πρέπει να διερευνήσουμε τους μηχανισμούς τοξικότητας σε άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα αλλά και να ανιχνεύσουμε βιοδείκτες προβλεπτικούς της τοξικότητας. Σε αυτά όλα βέβαια θα μας βοηθήσει και η συλλογή δεδομένων καθημερινής κλινικής πρακτικής, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της δικής μας μελέτης. Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε χάρη στην αρμονική συνεργασία πολλών ερευνητών της HeCOG, τους οποίους ευχαριστούμε θερμά.